κεσές

κεσές
ο
1. μικρό ημισφαιρικό αγγείο πήλινο, γυάλινο ή πλαστικό, οικιακής μαγειρικής χρήσεως
2. (ειδ.) πήλινο αγγείο μέσα στο οποίο πήζεται και τοποθετείται το γιαούρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kese].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεσές — ο (λ. τουρκ.), μικρό ημισφαιρικό αγγείο, μέσα στο οποίο πήζεται γιαούρτι ή φυλάγεται γλυκό του κουταλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”